-
1 непрерывный
непрерывн||ыйприл συνεχής, ἀδιάκοπος, ἀκατάπαυστος, ἀδιάλειπτος, ἀσταμάτητος:\непрерывныйая работа ἡ ἀδιάκοπη ἐργασία· \непрерывныйый шум ὁ ἀκατάπαυστος θόρυβος· шли \непрерывныйые дожди ἐβρεχε ἀκατάπαυστα· ◊ \непрерывныйая дробь мат τό συνεχές κλάσμα. -
2 процесс
1. (ход развития чего-л.) η διεργασία, η διαδικασία, η πορείαреали-зовать - εφαρμόζω τη -, πραγματοποιώ τη -адиабатный - см. адиабатический -восстановительный - биол. о αναβο-λισμόςкислородно-конвертерный - мет. η διαδικασία βασικού οξυγόνουмарковский - мат. η αλυσίδα (διαδικασία) του Μάρκοφнеобратимый - μη αντιστρεπτή/αναστρέψιμη -, ανεπίστροφη -обратимый - αντιστρεπτή -, αναστρέψιμη -политропический - см. политропный -- производства - της παραγωγής, παραγωγική -технологический - хим. τεχνολογική -циркуляционный хим. - με ανακύκλωση2. мед. η ε(πε)ξεργασία, η προσβολή 3. (порядок разбирательства судебных дел) η (δικαστική) διαδικασία 4. (разбор дела судом) η δίκη, η υπόθεσηвозбуждать - κάνω αγωγή, υποβάλλω μήνυσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > процесс
-
3 αδιάκοπος